- μεγαλουργώ
- (ε) αμετ. совершать великие, важные дела, подвиги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεγαλουργώ — μεγαλουργώ, μεγαλούργησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεγαλουργώ — (ΑM μεγαλουργῶ, έω, Α και μεγαλοεργῶ) [μεγαλουργός] επιχειρώ και εκτελώ μεγάλα έργα … Dictionary of Greek
μεγαλουργῷ — μεγαλοεργός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλουργῶι — μεγαλουργῷ , μεγαλοεργός masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοεργώ — μεγαλοεργῶ, έω (Α) βλ. μεγαλουργώ … Dictionary of Greek
μεγαλοποιώ — (Α μεγαλοποιῶ, έω) 1. (για τον θεό) εκτελώ μεγάλα έργα, μεγαλουργώ 2. δίνω σε ένα γεγονός υπερβολικές διαστάσεις («οι εφημερίδες μεγαλοποιούν τα γεγονότα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλοποιός κατά τα ρ. σε ποιῶ] … Dictionary of Greek
μεγαλούργημα — το (Α μεγαλούργημα και μεγαλοέργημα) [μεγαλουργώ] σπουδαίο έργο, κατόρθωμα … Dictionary of Greek
θαυματουργώ — θαυματούργησα 1. κάνω θαύματα, μεγαλουργώ: Πολλοί άγιοι της εκκλησίας μας θαυματούργησαν. – Το μηχάνημα αυτό θαυματουργεί. – Η επιστήμη τα τελευταία χρόνια θαυματουργεί. 2. (ειρωνικά), τα κάνω θάλασσα: Η ανοησία του πάλι θαυματούργησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβεύω — θριάμβεψα και θριάμβευσα 1. πετυχαίνω κάτι εξαιρετικό, μεγαλουργώ: Θριάμβεψε στις εξετάσεις. 2. νικώ: Στις εκλογές θριάμβευσε ο υποψήφιος του δημοκρατικού κόμματος. – Το δίκαιο τελικά θα θριαμβεύσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)